Η επέτειος της 7ης Μαρτίου, και το μέλλον που έρχεται για τη ΝΔ


Twitter@EmOikonomidis
Το πρωινό εκείνης της Κυριακής ήταν πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα. Λες και αυτή η τόσο συναισθηματική κοινωνία, είχε εγκαίρως… πιάσει το νόημα του τι θα ακολουθούσε. Έστω κι αν η τελική δικαίωση δεν ήρθε ποτέ. Ακόμη, τουλάχιστον…

Σαν σήμερα, πριν από 12 χρόνια, την 7η Μαρτίου του 2004, η Ελλάδα ψήφιζε “πολιτική αλλαγή”. Και μετά από 11 συναπτά έτη “συστήματος ΠΑΣΟΚ”, πέραν των άλλων 8 που είχαν προηγηθεί την πρώτη δεκαετία της ένταξης της χώρας στην κοινή ευρωπαϊκή οικογένεια, αποφάσιζε να εμπιστευτεί και πάλι στη Νέα Δημοκρατία τη διακυβέρνηση του τόπου.
Ο Κώστας Καραμανλής ήταν ο “προφήτης της Αλλαγής” για την Κεντροδεξιά. Ο ηγέτης τον οποίο πίστεψε ή εμπιστεύτηκε, αγάπησε ή ανέχτηκε, μια πλατιά κοινωνική πλειοψηφία, όμοια της οποίας η Κεντροδεξιά είχε ζήσει στο παρελθόν μονάχα επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ο ανιψιός του Εθνάρχη ήρθε “σαν αστραπή”, ακριβώς όπως έλεγε και το αγαπημένο του μουσικό θέμα από τον Σταμάτη Σπανουδάκη, το οποίο συνόδευε όλες τις μεγάλες προεκλογικές ομιλίες του.
Κλείνοντας το μάτι, και ανοίγοντας την αγκαλιά του στους Έλληνες, χωρίς παρωπίδες και διαχωριστικές γραμμές, ακριβώς όπως προέβλεπε η στρατηγική επιλογή του μεσαίου χώρου, που του επέτρεψε να ηγεμονεύσει στο κοινωνικό κέντρο, να εδραιώσει εφεδρείες εμπιστοσύνης ακόμη και σε κοινωνικά στρώματα και ρεύματα που δεν τον είχαν ψηφίσει, και να κυριαρχήσει έτσι πολιτικά για σχεδόν μια δεκαετία.
Οι (μεγάλες) προσδοκίες δεν επιβεβαιώθηκαν. Ίσως και επειδή ήταν μεγάλες. Σε συνδυασμό με διαδοχικές αρνητικές συγκυρίες, και υποτίμηση παραμέτρων του συνολικού αφηγήματος, σε εθνικό αλλά και κυρίως διεθνές επίπεδο.
Η γαλάζια διακυβέρνηση που ξεκίνησε την 7η Μαρτίου του 2004 ωστόσο, μας άφησε μεταξύ άλλων ένα θορυβώδες “όχι” στο Βουκουρέστι με θύμα τα Σκόπια, τότε που δίπλα στον Καραμανλή ήταν η Ντόρα και ο Μεϊμαράκης. Μια ισχυρή τριπλέτα, όπου ο καθένας προσέθετε στην κοινή πολιτική και παραταξιακή δεξαμενή, με αποτέλεσμα εκείνη η Νέα Δημοκρατία να ψηφιστεί από 3, 5 εκατομμύρια πολίτες.
Πριν από έναν (και κάτι) χρόνο, στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, η Παράταξη… μπήκε στο πλύσιμο, και συγκέντρωσε ακριβώς τους μισούς ψηφοφόρους, μόλις 1,7 εκατομμύρια πολίτες. Παραδίδοντας τη χώρα στα χέρια ενός κόμματος που μέχρι και πριν από τρία χρόνια, αδυνατούσε να φανταστεί ποσοστά άνω του 4%.
Ενώ, και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου που ακολούθησαν, η κατάσταση δεν… βελτιώθηκε ιδιαίτερα, παρόλο που είχε προηγηθεί το παραλίγο μοιραίο για τον τόπο δημοψήφισμα του Ιουλίου.
Σήμερα, η Κεντροδεξιά θυμάται, δεν γιορτάζει πλέον, αναπολεί και μελαγχολεί για το μέλλον. Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη πλέον στην ηγεσία της, να πασχίζει να βρει το νήμα της αδιαμεσολάβητης επαφής με την κοινωνία, που θα πείσει, θα συγκινήσει, θα εμπνεύσει και θα παρακινήσει.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η επανάληψη της Ιστορίας αποτελεί φάρσα ή τραγωδία. Η Ιστορία ωστόσο επαναλαμβάνεται… πάντα. Και οι λαοί που πρωταγωνιστούν, κάθε άλλο παρά πτοούνται. Επειδή έχουν πάντοτε ισχυρό το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και της εθνικής επιβίωσης.
Και κάθε φορά, βρίσκουν το δικό τους “my way”. Επενδύοντας στην εμπειρία της προηγούμενης φοράς. Μαθαίνοντας από τα λάθη. Κρατώντας τα θετικά. Και μπολιάζοντας τη δοσολογία της συνταγής με νέα κύτταρα, νέες δυνάμεις, νέα αισθητική.
Το μέλλον φυσικά κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει. Τουλάχιστον κανείς από εκείνους που… δεν μπορούν να το προετοιμάσουν. Γιατί, υπάρχουν και αυτοί οι τελευταίοι. Που… μπορούν να το προετοιμάσουν.
Ενώ ο… σωστός Κένεντι, το μυαλό πίσω από τη βιτρίνα του JFK, ο Ρόμπερτ Κένεντι, είχε ασπαστεί μια διαφορετική στρατηγική προσέγγισης του μέλλοντος: “Σκέφτομαι πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν, και ρωτώ: Γιατί όχι;”.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το “Γιατί όχι;”, δεν ισχύει και για… όσα υπήρξαν.